- κοτρόνα
- ημεγεθυντικό του κοτρόνι μεγάλο κοτρόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δακτυλιόλιθος — ο πολύτιμος λίθος που στολίζει δαχτυλίδι, δαχτυλιδόπετρα: Το δαχτυλίδι του αρραβώνα της είχε ένα δακτυλιόλιθο σωστή κοτρόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)